- λογαρίασε
- λογαριάζωcalculateaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογαριάζω — λογάριασα, λογαριάστηκα, λογαριασμένος 1. μτβ., αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω: Λογάριασε τα έξοδα ταξιδιού. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό, συνυπολογίζω: Λογάριασες στην τιμή και το φόρο; 3. αμτβ., σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω: Λογαριάζω να περάσω τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθεόφοβος — η, ο αυτός που δε φοβάται το θεό, ασεβής, ασυνείδητος: Ούτε τους γονείς του λογάριασε ο αθεόφοβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασύμφωνος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφωνεί, διάφορος, ανόμοιος, αταίριαστος: Ήμουν ασύμφωνος για το γάμο αυτό, αλλά ο γιος μου δε λογάριασε τη γνώμη μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)